- ασκοδάβλα
- η (Μ ἀσκοδάβλα)1. δερμάτινος σίκλος με στεφάνη και λαβή από ξύλο2. μετάλλινος σίκλος για άντληση νερού από πηγάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ασκός + μσν. δαβλίν ή ταβλίν «μικρό και ελαφρό κιβώτιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek